Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Έχουμε ένα κακό οι άνθρωποι...

 
Έχουμε ένα κακό οι άνθρωποι. Ξεχνάμε γρήγορα… Πολύ γρήγορα. Ξεχνάμε με απίστευτη ταχύτητα από που ξεκινήσαμε και που φθάσαμε… και κυρίως ξεχνάμε ποιους μας βοήθησαν να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε. Είμαστε εγωιστές οι άνθρωποι. Κάθε μας επιτυχία, θεωρούμε πως είναι προσωπικό μας και μόνο επίτευγμα. Κάθε μας αποτυχία αντίθετα, είναι ευθύνη των άλλων… των κακών άλλων… Σπάνια, έχουμε το θάρρος και τη θέληση ν’αναζητήσουμε και το δικό μας μερίδιο ευθύνης… την όποια ευθύνη εν πάσει περιπτώσει έχουμε… ακόμα κι εκείνη την ευθύνη που αφήσαμε τους εαυτούς μας να εξαπατηθούν…
Το κακό όμως δεν είναι μόνο πως ξεχνάμε εύκολα. Είναι που έχουμε κι επιλεκτική μνήμη. Επιλέγουμε να θυμηθούμε αυτά που μας βολεύουν. Επιλέγουμε να ξεχάσουμε ότι μας κατεβάζει από το βάθρο στο οποίο μόνοι μας στήσαμε τους εαυτούς μας.
Ποιος Έλληνας δεν κουβαλάει στο DNA του τον ξεριζωμό; Ποιος Έλληνας δεν κουβαλάει στη φύτρα του, μια πατρίδα που έχασε ή μια καινούρια στην οποία αναγκάστηκε να ζήσει κι εν τέλει ίσως και να αγαπήσει; Ειλικρινά, απορώ ποιος σημερινός Έλληνας δεν έχει κάποιον παππού ή κάποια γιαγιά, κάποιον όχι και τόσο μακρινό πρόγονο, που ξεριζώθηκε βίαια από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Αίγυπτο κι αλλού; Αναρωτιέμαι ποιος Έλληνας δεν έχει κάποιο θείο, κάποιο ξάδελφο, κάποιον κοντινό του συγγενή που αναγκάστηκε να φύγει στα ξένα για να ‘φάει ένα κομμάτι ψωμί’… Αμερική, Αυστραλία, Βέλγιο, Γερμανία, Σουηδία… Τότε οι παππούδες μας τώρα τα παιδιά μας…
Πονάμε, ζούμε μέχρι και σήμερα με το δράμα των προγόνων μας… Καταβροχθίζουμε τα βιβλία που μιλάνε για ‘αλησμόνητες πατρίδες’ και προσφυγιά… Σταθερά στις λίστες των best sellers… Χορεύουμε τους πατρογονικούς χορούς σε γάμους και βαφτίσια…  Θεωρούμε αυτονόητο πως θα έχουμε τις εκκλησίες μας και θα τηρούμε τα έθιμά μας σε όποιο μέρος της γης βρεθούμε και σταθούμε… Έχουμε κληρονομήσει όλο αυτό το δράμα των προηγούμενων γενιών… Κάθισε πάνω μας και  μας βαραίνει, να μην μπορούμε να το αποτινάξουμε, ίσως να μην θέλουμε να το αποτινάξουμε…
Κι από την άλλη…
Είμαστε εγωιστές εμείς οι άνθρωποι… Σαν να θεωρούμε πως μόνο εμείς έχουμε ‘δικαίωμα’ στο δράμα, στον ξεριζωμό, στην προσφυγιά… Σαν να θεωρούμε πως μόνο εμάς ο πόλεμος και η οικονομική ανέχεια μας αναγκάζει να ψάχνουμε την καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες… Σαν να έχουμε μόνο εμείς το δικαίωμα να σώσουμε τις ζωές μας, τις ζωές των παιδιών μας, το μέλλον του λαού μας…
Σαν ο πόλεμος και οι οικονομικές δυσκολίες να μην επιτρέπεται να αγγίξουν άλλους λαούς… κι αν τους αγγίξουν, εκείνοι να πρέπει να δεχθούν στωικά το θάνατο και την πείνα, να μην προσπαθήσουν να σωθούν…
Κι εμείς κι οι γείτονες κι οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι κλείνουμε τα σύνορα, μα χειρότερα κλείνουμε τις καρδιές μας… Καίμε τα στρατόπεδα για να μην φιλοξενηθούν μα χειρότερα καίμε τα όνειρα μικρών παιδιών… αρνούμαστε ένα πιάτο φαΐ, ένα ποτήρι νερό μα χειρότερα αρνούμαστε την ίδια την ανθρωπιά μας…
«Μα…», ακούω τις φωνές ήδη στ’αυτιά μου…  «… κι εμείς δεν έχουμε δουλειές… κι εμείς πεινάμε… όταν δεν έχουμε εμείς πως θα δώσουμε στους άλλους;»
Μα, η ανθρωπιά δεν μετριέται με χρήματα… η ανθρωπιά δεν έχει τσέπες… η ανθρωπιά δεν γνωρίζει από σύνορα, φυλές, θρησκείες, χρώματα, επαγγέλματα… η ανθρωπιά είναι ανθρωπιά… Η καλή Σαμαρείτιδα σταμάτησε και βοήθησε τον ‘εχθρό’... είδε μπροστά της έναν άνθρωπο, δεν είδε έναν αντίπαλο… η γρια – χήρα, ακριβώς επειδή γνωρίζει πως είναι ο ανθρώπινος πόνος, δεν διστάζει. Βγάζει από το ελάχιστο που έχει και δίνει για τους φτωχούς… κι όποιου η καρδιά είναι γεμάτη, δεν στέκεται στο γεγονός πως αφού εγώ δεν έχω χρήματα, δεν θα δώσω τίποτα και κανείς άλλος να μην δώσει… στέκει στο γεγονός πως δεν έχω υλικά αγαθά, έχω όμως περίσσεια αγάπης και θα δώσω τον καλό μου το λόγο, το χάδι, τη συμπόνια μου… κι αν οι δυσκολίες της ζωής μ’έχουν κάνει σκληρό και δεν μπορώ να δώσω τίποτα, ας μην δώσω τίποτα… Είναι καλύτερο το τίποτα, από το να δώσω σ’όλους αυτούς που δοκιμάζονται το μίσος και τη μισαλλοδοξία…
«Η πείνα κάνει τον άνθρωπο θεριό ανήμερο», έλεγε ο παππούς μου… ας μην αφήσουμε τους ανθρώπους να γίνουν λοιπόν θεριά… κι η γιαγιά μου συμπλήρωνε «εδώ που ήσουν ήμουνα κι εκεί που είμαι θάρθεις»… η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια… ενίοτε ο Θεός θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές μας… δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσε ι το μέλλον… σπίτια, χρήματα, κοσμήματα κι ελευθερίας μπορεί να χαθούν από τη μια στιγμή στην άλλη…  τουλάχιστον, ας μην χάσουμε την ανθρωπιά μας… είναι το ‘ένδυμα’ που μπορούμε να το κουβαλήσουμε όπου κι αν βρεθούμε…
Χθες ήμασταν εμείς, σήμερα είναι εκείνοι, αύριο θα είναι κάποιοι άλλοι…