Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Δεν φοβάμαι... Δεν φοβόμαστε...



Φοβάμαι… φοβάσαι… φοβάται… φοβόμαστε… φοβόσαστε… φοβούνται…
Από χθες, τούτο το ρήμα σαν παιδικό τραγουδάκι έχει καρφωθεί στο μυαλό μου…
Η Ευρώπη… Η Ευρώπη που πίστεψα και λάτρεψα χάνεται… Η Ευρώπη που ακόμα κι όταν ορισμένες φορές έχανε το βηματισμό της, για μένα ήταν συνώνυμο την ελευθερίας…
Γύρω στα δεκαπέντε, γνώρισα τον Ντιντερό, τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ… στην αρχή μου φάνηκαν άχρηστες γνώσεις υποχρεωτικές για να περάσω στις εξετάσεις του Sorbonne… Γρήγορα όμως η φιλοσοφία τους, αργά αλλά σταθερά, χώθηκε στο μυαλό μου και κάποια πράγματα άρχισαν να φαίνονται αυτονόητα για μένα… Με κυρίαρχη φράση, τη φράση «Ελευθερία του ατόμου»… Έτσι κι αλλιώς ως Ελληνίδα, μπολιάστηκα από μικρή πως η ελευθερία είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο αξίζει κανείς να πεθαίνει… Πάνω στο «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», στηρίχτηκε η αναγέννηση του έθνους μας…
Και λίγα χρόνια αργότερα… εκεί στα 1992… έγινε και η Ευρώπη της ελεύθερης διακίνησης των ατόμων, των αγαθών, των υπηρεσιών… «Το καλυτερότερό μου!»
Άρπαξα στα πλαίσια του δυνατού τις ευκαιρίες που μου χάριζε η Ευρώπη της ελευθερίας που τόσο πίστεψα: Ταξίδια χωρίς συνοριακούς ελέγχους, μετακίνηση χωρίς περιορισμούς συναλλάγματος, ελεύθερες σπουδές σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα…
Κι εκεί να έρχομαι καθημερινά σε επαφή με άλλους λαούς, άλλους πολιτισμούς και άλλες θρησκείες… Να πίνω τσάι στο δωμάτιο της Λεϊλά από το Μαρόκο με τα απόκοσμα πράσινα μάτια, να ‘μαλώνω’ με τον Ντουντού από τη Σενεγάλη που θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό πως ο πατέρας του ήταν παντρεμένος με τέσσερις γυναίκες, να πηγαίνω με τη Μαρία – Χοσέ στην καθολική εκκλησία της Sainte-Helene και να παίρνω την όστια από το χέρι του καθολικού ιερέα, να τηρώ ευλαβικά τη νηστεία της δικής μας Σαρακοστής (εγώ που δεν είχα νηστέψει ποτέ στη ζωή μου γιατί ήθελα να αισθάνομαι στο πετσί μου και τον δικό μου πολιτισμό…). Να προσκαλούμε μαζί με τη Δάφνη και την Αρετή όλους αυτούς τους αλλόθρησκους ή αλλόδοξους φίλους να έρθουν να γιορτάσουν το ορθόδοξο Πάσχα μαζί μας...
Και μέσα σ’αυτή την απόλυτη ελευθερία με απόλυτο σεβασμό στα ‘πιστεύω’ του άλλου, ένιωσα ελεύθερη και βρήκα τον πραγματικό μου εαυτό, έμαθα ν’ακολουθώ τα ‘θέλω’ μου και να κυνηγώ τα όνειρά μου…
Αυτή την Ευρώπη της ελευθερίας, του σεβασμού, της φιλίας και της αλληλοϋποστήριξης θέλω πίσω… Αυτή την Ευρώπη με τις αρχές της οποίας γαλουχήθηκα και ασπάσθηκα θέλω πίσω… Αυτή την Ευρώπη όπου όλοι είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας αλλά κι όλοι ίδιοι…
Δεν ξέρω πως φτάσαμε εδώ… Δεν ξέρω ποιοι φταίνε…
Το μόνο που ξέρω είναι πως αρνούμαι να αλλάξω την πίστη μου στην ελευθερία με την πίστη μου στο φόβο… Υπάρχουν πίσω αγώνες αιώνων για να αφήσω την ελευθερία μου στα χέρια σκοταδιστών, φανατικών και ανελεύθερων ανθρώπων…
Αλλάζω το τραγουδάκι και του δίνω το δικό μου ρυθμό…
Δεν φοβάμαι… δεν φοβάσαι… δεν φοβάται… δεν φοβόμαστε… δεν φοβόσαστε… δεν φοβούνται…

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Πώς γεννήθηκαν οι "Ψίθυροι του Βαρδάρη"...


Αν και γέννημα – θρέμμα Θεσσαλονικιά, κανένα από τα προηγούμενα βιβλία μου δεν διαδραματίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Αν εξαιρέσει κανείς, ένα μικρό πέρασμα της Αργυρώς από τη Θεσσαλονίκη του 1926 στο “Κόκκινο Σημάδι”, η γενέτειρα πόλη μου υπήρξε πανταχού απούσα. Αν πρέπει να εξηγήσω γιατί συνέβη αυτό, η απάντηση ίσως βρίσκεται στο γεγονός πως 'γράφω για να ταξιδεύω και να δραπετεύω'. Πώς λοιπόν να δραπετεύσεις μιλώντας για μια πόλη στην οποία ζεις καθημερινά και τίποτα πλέον δεν σου προξενεί εντύπωση;
Ωστόσο, ένα τυχαίο γεγονός υπήρξε η αφορμή για τη γέννηση αυτού του βιβλίου. Το 2014, έλαβα ένα χαρτί νομικού χαρακτήρα πως η πολυκατοικία στην οποία βρίσκεται το πατρικό μου διαμέρισμα είναι χτισμένη πάνω στο ρέμα του Μπουγιούκ Ντερέ και για το λόγο αυτό το κράτος έπρεπε να αποζημιωθεί. Η έκπληξη ήταν μεγάλη. Ούτε εγώ, ούτε οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής θυμόντουσαν κάποιο ρέμα, καθώς μιλάμε για μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους της Θεσσαλονίκης.
Ψάχνοντας λοιπόν να βρω συμβόλαια αγοραπωλησίας, ιδιωτικά συμφωνητικά και όλα τα υπόλοιπα δικαιολογητικά που μου ζήτησε η δικηγόρος, βρέθηκα να περιδιαβαίνω στη μοναδική ιστορία της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ου αιώνα.
Η ιδέα για το βιβλίο είχε πλέον 'καρφωθεί' στο μυαλό μου, το ταξίδι στο παρελθόν της πόλης είχε ήδη ξεκινήσει. Ανακάλυψα ξανά την πόλη στην οποία γεννήθηκα και στην οποία ζω εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια. Ανακάλυψα πως κάθε βήμα μου πατούσε πάνω στ'αχνάρια όλων των προηγούμενων γενιών που έζησαν κι ερωτεύτηκαν στις γειτονιές της.
Διαπίστωσα πως έχω σκοντάψει άπειρες φορές στα πλατάνια του Μπουγιούκ Ντερέ καθώς πήγαινα σχολείο, πως έχω δώσει τα πρώτα διστακτικά μου εφηβικά φιλιά εκεί που κάποτε υπήρχε το υπαίθριο πολεμικό γαλλικό νοσοκομείο, πως έχω γλεντήσει στα 'Λαδάδικα', εκεί που κάποτε άνθιζε το εμπόριο της πόλης, πως έχω τραγουδήσει προσκοπικά τραγούδια στον Πύργο “Μon Bonheur”, πως έχω πάει Πανεπιστήμιο, εκεί που κάποτε υπήρχε το μεγαλύτερο εβραϊκό νεκροταφείο ολόκληρης της Ευρώπης, πως έχω κλάψει κι ο βαρδάρης πήρε τα δάκρυα μου μακριά.
Και καθώς 'περπατούσα' σε δρόμους πραγματικούς και δρόμους φανταστικούς, ανακάλυψα και μια δεύτερη Θεσσαλονίκη, που οι περισσότεροι αγνοούν. Μέχρι τη δεκαετία του '50, εποχή όπου ξεκίνησε η άναρχη δόμηση της πόλης, υπήρχε μια υπόγεια πόλη, σκαμμένη ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους, με δρόμους και λαγούμια, όπου βυζαντινοί αυτοκράτορες και περιθωριακοί αλήτες την επισκέπτονταν τακτικά. Την πόλη στην οποία ζει, η τσιγγάνα ηρωίδα μου, η Εσρά, που η γέννησή της χάνεται μέσα στο χρόνο.
Το μόνο σίγουρο είναι, πως μετά από αυτό το βιβλίο, η ματιά μου έχει αλλάξει. Περπατώ και βλέπω τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει στη Λεωφόρο Νίκης, ακούω τη φωνή του μουεζίνη από το Χαμζά Μπέη Τζαμί, μυρίζω τ’ αυγά χαμινάδος από τις κουζίνες των εβραϊκών σπιτιών. Περπατώ κι αισθάνομαι την αύρα όλων αυτών των ανθρώπων που γεννήθηκαν, έζησαν, ερωτεύτηκαν και λάτρεψαν αυτή την πόλη.
Ναι, είμαι σίγουρη πως δεν επέλεξα εγώ να γράψω αυτό το βιβλίο. Είναι το βιβλίο που με επέλεξε.
Ελάτε λοιπόν, να πάμε μια βόλτα μαζί στην Προκυμαία, να χαθούμε στα στενά της Άνω Πόλης, να ψωνίσουμε στο Μπεζεστένι, να γλυκαθούμε μ'ένα εκμέκ, ν'αφήσουμε το βαρδάρη να μας ανακατέψει τα μαλλιά!!!
Ελάτε να γίνουμε ένα με τους ήρωες του βιβλίου! Να κλείσουμε εμπορικές συμφωνίες με τον ντονμέ Μεχμέτ εφέντη, να θρηνήσουμε την απώλεια μιας πόλης με τον Σαλί μπέη, να πιούμε το απογευματινό μας τσάι στις επαύλεις της Λεωφόρου των Εξοχών παρέα με την Αναστασία, να κρυφοκοιτάξουμε τις άνομες συνευρέσεις στο πορνείο της Ζοζεφίν και τέλος να γνωρίσουμε πως είναι οι μεγάλοι έρωτες μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς Σοφίας. Ελάτε να ταξιδέψουμε σε μια ονειρική Θεσσαλονίκη που δεν υπάρχει πια, τη Σαλονίκη όπου έζησαν κι αγάπησαν όλες οι φυλές του κόσμου…




Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Έχουμε ένα κακό οι άνθρωποι...

 
Έχουμε ένα κακό οι άνθρωποι. Ξεχνάμε γρήγορα… Πολύ γρήγορα. Ξεχνάμε με απίστευτη ταχύτητα από που ξεκινήσαμε και που φθάσαμε… και κυρίως ξεχνάμε ποιους μας βοήθησαν να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε. Είμαστε εγωιστές οι άνθρωποι. Κάθε μας επιτυχία, θεωρούμε πως είναι προσωπικό μας και μόνο επίτευγμα. Κάθε μας αποτυχία αντίθετα, είναι ευθύνη των άλλων… των κακών άλλων… Σπάνια, έχουμε το θάρρος και τη θέληση ν’αναζητήσουμε και το δικό μας μερίδιο ευθύνης… την όποια ευθύνη εν πάσει περιπτώσει έχουμε… ακόμα κι εκείνη την ευθύνη που αφήσαμε τους εαυτούς μας να εξαπατηθούν…
Το κακό όμως δεν είναι μόνο πως ξεχνάμε εύκολα. Είναι που έχουμε κι επιλεκτική μνήμη. Επιλέγουμε να θυμηθούμε αυτά που μας βολεύουν. Επιλέγουμε να ξεχάσουμε ότι μας κατεβάζει από το βάθρο στο οποίο μόνοι μας στήσαμε τους εαυτούς μας.
Ποιος Έλληνας δεν κουβαλάει στο DNA του τον ξεριζωμό; Ποιος Έλληνας δεν κουβαλάει στη φύτρα του, μια πατρίδα που έχασε ή μια καινούρια στην οποία αναγκάστηκε να ζήσει κι εν τέλει ίσως και να αγαπήσει; Ειλικρινά, απορώ ποιος σημερινός Έλληνας δεν έχει κάποιον παππού ή κάποια γιαγιά, κάποιον όχι και τόσο μακρινό πρόγονο, που ξεριζώθηκε βίαια από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Αίγυπτο κι αλλού; Αναρωτιέμαι ποιος Έλληνας δεν έχει κάποιο θείο, κάποιο ξάδελφο, κάποιον κοντινό του συγγενή που αναγκάστηκε να φύγει στα ξένα για να ‘φάει ένα κομμάτι ψωμί’… Αμερική, Αυστραλία, Βέλγιο, Γερμανία, Σουηδία… Τότε οι παππούδες μας τώρα τα παιδιά μας…
Πονάμε, ζούμε μέχρι και σήμερα με το δράμα των προγόνων μας… Καταβροχθίζουμε τα βιβλία που μιλάνε για ‘αλησμόνητες πατρίδες’ και προσφυγιά… Σταθερά στις λίστες των best sellers… Χορεύουμε τους πατρογονικούς χορούς σε γάμους και βαφτίσια…  Θεωρούμε αυτονόητο πως θα έχουμε τις εκκλησίες μας και θα τηρούμε τα έθιμά μας σε όποιο μέρος της γης βρεθούμε και σταθούμε… Έχουμε κληρονομήσει όλο αυτό το δράμα των προηγούμενων γενιών… Κάθισε πάνω μας και  μας βαραίνει, να μην μπορούμε να το αποτινάξουμε, ίσως να μην θέλουμε να το αποτινάξουμε…
Κι από την άλλη…
Είμαστε εγωιστές εμείς οι άνθρωποι… Σαν να θεωρούμε πως μόνο εμείς έχουμε ‘δικαίωμα’ στο δράμα, στον ξεριζωμό, στην προσφυγιά… Σαν να θεωρούμε πως μόνο εμάς ο πόλεμος και η οικονομική ανέχεια μας αναγκάζει να ψάχνουμε την καλύτερη ζωή σε άλλες χώρες… Σαν να έχουμε μόνο εμείς το δικαίωμα να σώσουμε τις ζωές μας, τις ζωές των παιδιών μας, το μέλλον του λαού μας…
Σαν ο πόλεμος και οι οικονομικές δυσκολίες να μην επιτρέπεται να αγγίξουν άλλους λαούς… κι αν τους αγγίξουν, εκείνοι να πρέπει να δεχθούν στωικά το θάνατο και την πείνα, να μην προσπαθήσουν να σωθούν…
Κι εμείς κι οι γείτονες κι οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι κλείνουμε τα σύνορα, μα χειρότερα κλείνουμε τις καρδιές μας… Καίμε τα στρατόπεδα για να μην φιλοξενηθούν μα χειρότερα καίμε τα όνειρα μικρών παιδιών… αρνούμαστε ένα πιάτο φαΐ, ένα ποτήρι νερό μα χειρότερα αρνούμαστε την ίδια την ανθρωπιά μας…
«Μα…», ακούω τις φωνές ήδη στ’αυτιά μου…  «… κι εμείς δεν έχουμε δουλειές… κι εμείς πεινάμε… όταν δεν έχουμε εμείς πως θα δώσουμε στους άλλους;»
Μα, η ανθρωπιά δεν μετριέται με χρήματα… η ανθρωπιά δεν έχει τσέπες… η ανθρωπιά δεν γνωρίζει από σύνορα, φυλές, θρησκείες, χρώματα, επαγγέλματα… η ανθρωπιά είναι ανθρωπιά… Η καλή Σαμαρείτιδα σταμάτησε και βοήθησε τον ‘εχθρό’... είδε μπροστά της έναν άνθρωπο, δεν είδε έναν αντίπαλο… η γρια – χήρα, ακριβώς επειδή γνωρίζει πως είναι ο ανθρώπινος πόνος, δεν διστάζει. Βγάζει από το ελάχιστο που έχει και δίνει για τους φτωχούς… κι όποιου η καρδιά είναι γεμάτη, δεν στέκεται στο γεγονός πως αφού εγώ δεν έχω χρήματα, δεν θα δώσω τίποτα και κανείς άλλος να μην δώσει… στέκει στο γεγονός πως δεν έχω υλικά αγαθά, έχω όμως περίσσεια αγάπης και θα δώσω τον καλό μου το λόγο, το χάδι, τη συμπόνια μου… κι αν οι δυσκολίες της ζωής μ’έχουν κάνει σκληρό και δεν μπορώ να δώσω τίποτα, ας μην δώσω τίποτα… Είναι καλύτερο το τίποτα, από το να δώσω σ’όλους αυτούς που δοκιμάζονται το μίσος και τη μισαλλοδοξία…
«Η πείνα κάνει τον άνθρωπο θεριό ανήμερο», έλεγε ο παππούς μου… ας μην αφήσουμε τους ανθρώπους να γίνουν λοιπόν θεριά… κι η γιαγιά μου συμπλήρωνε «εδώ που ήσουν ήμουνα κι εκεί που είμαι θάρθεις»… η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια… ενίοτε ο Θεός θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές μας… δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσε ι το μέλλον… σπίτια, χρήματα, κοσμήματα κι ελευθερίας μπορεί να χαθούν από τη μια στιγμή στην άλλη…  τουλάχιστον, ας μην χάσουμε την ανθρωπιά μας… είναι το ‘ένδυμα’ που μπορούμε να το κουβαλήσουμε όπου κι αν βρεθούμε…
Χθες ήμασταν εμείς, σήμερα είναι εκείνοι, αύριο θα είναι κάποιοι άλλοι…